καστροπολεμίτης

καστροπολεμίτης
ο
αυτός που πολεμάει εναντίον τού κάστρου, πολιορκητής φρουρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρο + -πολεμίτης (< πόλεμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καστροπολεμίτης — ο αυτός που πολεμάει εναντίον του κάστρου, ο πολιορκητής φρουρίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”